- ενδεπιθηλιακός
- -ή, -ό1. αυτός που βρίσκεται μέσα στο επιθήλιο2. φρ. α) «ενδεπιθηλιακοί αδένες» — ολιγοκύτταροι αδένες κατώτερων ζώωνβ) «ενδεπιθηλιακό επιθηλίωμα» — μορφή επιθηλιακού νεοπλάσματος ή κακοήθους εξαλλαγής που εντοπίζεται στα κύτταρα τού επιθηλίου.
Dictionary of Greek. 2013.